επιφώνηση — η (AM ἐπιφώνησις) [επιφωνώ] κραυγή, αναφώνηση, έκφραση αισθημάτων ή συναισθημάτων με επιφώνημα («επιφώνηση θαυμασμού, αποδοκιμασίας» κ.λπ.) μσν. 1. υπόσχεση καταβολής χρέους 2. έντονη παρατήρηση με δυνατές φωνές αρχ. 1. (ρητορ.) σχήμα λόγου κατά… … Dictionary of Greek
επιφώνηση — η 1. κραυγή για κάτι, αναφώνηση, έκφραση με επιφώνημα. 2. σχήμα λόγου σύμφωνα με το οποίο στην αρχή ή στο τέλος των προτάσεων παρεμβάλλονται λέξεις ή φράσεις επιφωνηματικές για επίκληση σε άγιο πρόσωπο ή για εκδήλωση έντονου συναισθήματος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εύρηκα — (ΑΜ εὕρηκα) (παρακμ. τού ευρίσκω*) επιφώνηση θριάμβου που γίνεται για σπουδαία ανακάλυψη (η περιώνυμη επιφώνηση τού Αρχιμήδη) … Dictionary of Greek
ήμαρτον — (AM ἥμαρτον) νεοελλ. (ως επιφών.) 1. έσφαλα, αναγνωρίζω το αμάρτημά μου, συγχώρεσέ με, έλεος 2. φρ. «ήμαρτον, Θεέ μου!» ή «ήμαρτον, Παναγία μου!» α) αναφώνηση ανθρώπου που βλαστήμησε ή σκέφθηκε κάτι κακό και μετανοεί β) επιφώνηση αγανάκτησης ή… … Dictionary of Greek
ανάξιος — (I) α, ο (Α ἀνάξιος, ία, ιον και αττ. ιος, ιον) 1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα 2. αυτός που δεν τού πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι 3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος,… … Dictionary of Greek
επικέλευσις — ἐπικέλευσις, ἡ (Α) [επικελευω] προτροπή, επιφώνηση για ενθάρρυνση … Dictionary of Greek
επιφωνηματικός — ή, ό (AM ἐπιφωνηματικός, ή, όν) [επιφώνημα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επιφώνημα νεοελλ. αυτός που λέγεται ως επιφώνημα ή ως επιφώνηση. επίρρ... επιφωνηματικώς και ά με τρόπο επιφωνηματικό … Dictionary of Greek
ευχωλή — εὐχωλή, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. ευχή, δέηση, τάξιμο, υπόσχεση για θυσία ή αφιέρωση 2. μεγαλαυχία, κομπορρημοσύνη 3. αιτία για καυχησιολογία, καμάρι 4. θριαμβευτική επιφώνηση («εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
θαυμάσιος — (Αστρον.). Ο πρώτος γνωστός μεταβλητός αστέρας. Το φαινόμενο μέγεθός του κυμαίνεται από ένα ελάχιστο 9 ή και μικρότερο, μέχρι 4 ή και 3 το μέγιστο. Μία φορά, το 1779 έλαμψε με μέγεθος σχεδόν 1. Η περίοδος της μεταβολής της φωτεινότητάς του είναι… … Dictionary of Greek
πλάτανος — Γένος φυτών της οικογένειας των Πλατανιδών, της τάξης των ροδωδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο αξιόλογα καλλιεργούμενα είδη είναι ηπ. η ανατολική καιπ. η δυτική. Το πρώτο είναι το γνωστό πλατάνι, που φύεται σε όλη την Ελλάδα, στις όχθες των ποταμών,… … Dictionary of Greek